εκλείχω

εκλείχω
ἐκλείχω (AM)
γλείφω
αρχ.
1. κατατρώγω
2. (για φάρμακα) ἐκλείχομαι
λαμβάνομαι σε μορφή εκλείγματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… …   Dictionary of Greek

  • γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… …   Dictionary of Greek

  • λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”